- επιτρεπτικός
- -ή, -ό (Α ἐπιτρεπτικός, -ή, -όν) [επιτρέπω]αυτός που επιτρέπει κάτι, που προτρέπει, παρακινεί («ὁ μὴ προσέχων λόγοις ἐπιτρεπτικοῑς καὶ παιδευτικοῑς», Ωριγ.)νεοελλ.(νομ.) «επιτρεπτικό δίκαιο» — το σύνολο τών κανόνων τού ιδιωτικού δικαίου που μπορούν να μεταβάλλουν κατά το συμφέρον τους οι συμβαλλόμενοι με ιδιαίτερες συμφωνίεςαρχ.ενθαρρυντικός, παρακελευσματικος.
Dictionary of Greek. 2013.